Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Αναζητώντας το Χειροποίητο Τραγούδι…

Αναζητώντας το Χειροποίητο Τραγούδι…





Της Ειρήνης Μανωλοπούλου


2003 – 2005 Μια περίοδος με μεγάλη κινητικότητα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, όλοι από τα τηλεοπτικά σόου αναζήτησης ταλέντων, μέχρι και τους ποιο σοβαρούς και καταξιωμένους δημιουργούς και τραγουδιστές του ελληνικού τραγουδιού προβληματίζονται για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού χωρίς κανένας να έχει μια ουσιαστικά καινοτόμα πρόταση. Άλλοι αναζητούν το νέο μέσα από την σύγκλιση των 2 στρατοπέδων του ελληνικού τραγουδιού («έντεχνου» και «εμπορικού») και προσπαθούν να κρατηθούν κάποιες σεζόν ακόμα στην επικαιρότητα, με πολυάριθμες εκπτώσεις και συμβιβασμούς, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, ρίχνοντας τα όλα, στο ότι ο κόσμος κουράζεται και δεν έχει χρόνο για «δύσκολα» τραγούδια που τον προβληματίζουν. Άλλοι αρκούνται στις επανεκτελέσεις, για πολλοστή φορά, των τραγουδιών των μεγάλων του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού και άλλοι στην κακή αντιγραφή και αναπαραγωγή ποπ ξένων προτύπων.

Παράλληλα όμως, σε πείσμα των καιρών, ακούσαμε αρκετά καλά τραγούδια που πατάνε γερά στις ρίζες και στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, τόσο από νέους, όσο και από παλιότερους δημιουργούς που αν και βρήκαν δύσκολά το δρόμο τους προς την δισκογραφία, γιατί οι μεγάλες δισκογραφικές ελάχιστα πια ενδιαφέρονται για την μουσική και πολύ περισσότερο για το μάρκετινγκ και την διαφήμιση. Έτσι λοιπόν, αφήνοντας τις πολυεθνικές να βρουν τρόπους να πολεμήσουν ανεπιτυχώς την πειρατεία και όχι την ένδεια συνθετών, στιχουργών και μουσικών παραγωγών, το καλό τραγούδι οφείλει να βρει άλλα μονοπάτια για να επικοινωνήσει με τον κόσμο, πιο μικρά, πιο δύσβατα και πιο απόμερα από τις μεγάλες λεωφόρους των πολυεθνικών. Γι’ αυτό το λόγο τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε με ιδιαίτερη χαρά , την άνθιση, αρκετών μικρών σχεδόν οικογενειακών δισκογραφικών εταιριών, που αν και αρχικά ξεκίνησαν ως μέσο για την έκφραση των μουσικών ανησυχιών των ιδιοκτητών τους πολύ γρήγορα μετατράπηκαν σε χώρους σύμπλευσης μουσικών με ανησυχίες που αφήνοντας στην άκρη το μεγάλο παζάρι των πολυεθνικών, προτίμησαν τις μικρές και χειροποίητες παραγωγές χαρίζοντας μας μερικούς εξαιρετικούς δίσκους.

Μέσα λοιπόν από τις μικρές δισκογραφικές εταιρίες είχαμε 3 προσωπικούς δίσκους με τους οποίους ξανασυναντούμε 3 από τις καλύτερες νέες λαϊκές γυναικείες φωνές: την Λιζέτα Καλημέρη, την Σοφία Παπάζογλου και την Γιώτα Νέγκα. Δίσκοι με ύφος λαϊκό μακριά από το πολυσυλλεκτικό συνοθιλευμμα που επιλέγουν οι περισσότεροι τραγουδιστές μας, δίσκοι ενός συνθέτη ο οποίος τις περισσότερες φορές υπογράφει και τους στίχους όπως έκαναν οι μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικο.

Ο Πρώτος δίσκος στον οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, είναι: «Πέμπτη Απόγευμα» (στίχοι – μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος Τραγούδι: Σοφία Παπάζογλου, Αλέξης Παρχαρίδης, Εταιρία: Cantini). Ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, συνθέτης κατά κύριο λόγο ορχηστικής μουσικής και μουσικής για εικόνας (Θέατρο, Κινηματογράφο, Διαφήμιση) και δυτικής παιδείας μετά το εξαιρετικό «Με τα μάτια κλειστά» με το οποίο μας γνώρισε την εξαιρετική τραγουδίστρια Γιώτα Νέγκα (στον δίσκο αυτό το «Με τα μάτια κλειστά» ακούγεται με τον Αλέξη Παρχαρίδη σε μια τελείως διαφορετική πιο ρυθμική και έθνικ εκτέλεση), με το δίσκο αυτό έρχεται να μας δείξει ότι μπορεί να γράψει εξαιρετικά, σημερινά λαϊκά τραγούδια. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο συνθέτης έχει αρκετά χρόνια να μας δώσει έναν δίσκο αμιγώς με τραγούδια («Για τη συνήθεια του έρωτα» Έλλη Πασπαλά 1997) έρχεται να μας επιβεβαιώσει την εκλεκτικότητα του δημιουργού σε σχέση με το τραγούδι και το ότι δισκογραφεί τραγούδια μόνο όταν έχει πραγματικά κάτι να πει. Τα τραγούδια αυτά αν και λαϊκά τα περισσότερα ως προς την φόρμα τους και με ερωτικό περιεχόμενο , έχουν ένα παιχνιδιάρικο στυλ τόσο μέσα από το παιχνίδι με παρόμοιες και αντίθετες λέξεις (φιλιά – φιλία, ναι - όχι, καλός – κακός) όσο και με τους παρατονισμούς του στίχου σε μερικά σημεία. Ενορχηστρωτικά ο δίσκος έρχεται να μας επιβεβαιώσει ακόμα μια φορά την αγάπη του για την βαλκανική μουσική έχοντας συμπαραστάτες τον Πετρολούκα Χαλκιά τους εξ Φλωρίνης Παντελή Στόικο και Βασίλη Κομματά καθώς και τους εξαιρετικούς κρουστούς Βαγγέλη Καρίπη και Ανδρέα Παππά. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο αυτού του δίσκου είναι η ερμηνεία της Σοφία Παπάζογλού που είναι η καλύτερη που καταγράφεται στην μέχρι τώρα πορείας της, με μια πολύ ώριμη, δυναμική και εξωστρεφή ερμηνεία, γίνεται ένα με τα τραγούδια και καταφέρνει για πρώτη φορά δισκογραφικά να περάσει την φωνή της στον κόσμο (Πράγμα που συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια στις ζωντανές της εμφανίσεις της). Τέλος να συμπληρώσω ότι στο δίσκο περιέχεται και μια καινούργια εκτέλεση του παλιότερου τραγουδιού του Καλαντζόπουλου «Να ‘χα δυο Ζωές» σε στίχους Μιχάλη Γκανά που βρίσκει επιτέλους την ιδανική ερμηνεύτριά του.

Ο δεύτερος δίσκος προέρχεται κι αυτός από την οικογενειακή εταιρία του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και της Ευανθίας Ρεμπούτσικα Cantini. «Το Βέλος» (Στίχοι – Μουσική: Βαγγέλη Κορακάκη, τραγούδι: Γιώτα Νέγκα Εταιρία: Cantini). Πρώτος προσωπικός δίσκος για την εξαιρετική λαϊκή τραγουδίστρια Γιώτα Νέγκα, και ο καλύτερος τρόπος να συστήσει την φωνή της στον κόσμο, καθώς ο Βαγγέλης Κορακάκης είναι από τους λίγους δημιουργούς του σήμερα που επιμένουν λαϊκά . Από τις πιο σεμνές παρουσίες στο λαϊκό τραγούδι, απ’ το ορμητήριο του στην Καισαριανή, γράφει με το μπουζούκι του τραγούδια που πατάνε γερά στους λαϊκούς δρόμους του Ρεμπέτικού και του Λαϊκού συνεχίζοντας μια μεγάλη παράδοση λαϊκών δημιουργών(υπογράφει στίχους – μουσική – ενορχήστρωση) αυτή τη φορά με την βοήθεια του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου. Τα τραγούδια του αναδύουν ένα άρωμα μιας άλλης εποχής και δένουν απόλυτα με την φωνή της ερμηνεύτριας που ερμηνεύει τα τραγούδια αβίαστα, σαν τρεχούμενο νερό, χωρίς περιττές εξάρσεις και επιδείξεις δεξιοτεχνίας, δείχνοντας μας ότι το πάθος και η συγκίνηση μπορεί να έρθει και μέσα από την λιτότητα και την αφαίρεση. Έτσι με τον δίσκο αυτό δίνει το στίγμα για τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει, και μας κάνει να περιμένουμε τα επόμενα βήματά της. Τέλος η περίπτωση του Κορακάκη μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νεωτερικότητα στο ελληνικό τραγούδι δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, αλλά αποτέλεσμα εσωτερικής ανάγκης των δημιουργών (εάν και εφόσον υπάρχει).

Ο Τελευταίος δίσκος έρχεται μετά από μια πολύχρονη ζύμωση του υλικού στο πάλκο, αφού μέχρι να βρει το δρόμο του προς την δισκογραφία ήταν ήδη γνωστός στο κοινό των καλλιτεχνών μέσα από πάρα πολλές παρουσιάσεις σε μουσικές σκηνές. Πρόκειται για το δίσκο «Αφύλαχτη Σκοπιά» (Μουσική: Χρήστος Τσιαμούλης, Στίχοι: Άρης Αποστολόπουλος, Χρήστος Τσιαμούλης, Eλένη Περινού, Λιζέτα Καλημέρη, Ηλίας Κατσούλης, Σοφία Θωμοπούλου, Γιάννης Τσουρούλας, Τραγούδι: Λιζέτα Καλημέρη, Μανώλης Λιδάκης, Εταιρία: Libramusic).

Ο Χρήστος Τσιαμούλης εξαιρετικός σολίστας των παραδοσιακών μας οργάνων και των οργάνων της εγγύς ανατολής με εξαιρετικό ερευνητικό και διδακτικό έργο



Ψάχνοντας Προσωπικά Μονοπάτια

Ψάχνοντας Προσωπικά Μονοπάτια



2002 - 2004 Της Ειρήνης Μανωλοπούλου


2002 – 2004 μια περίοδος που σφραγίστηκε από την παρουσία στην δισκογραφία της πλειοψηφίας των ελλήνων τραγουδοποιών. Σεμνές παρουσίες με έντονο προσωπικό ύφος οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο τις τελευταίες δεκαετίες, έδωσαν σημαντικά τραγούδια μέσα σε ολοκληρωμένους δίσκους και σιγά – σιγά, απέκτησαν το δικό τους κοινό που τους αγαπά και τους στηρίζει σε κάθε τους βήμα.

Παράλληλα όμως, την περίοδο αυτή, ακούσαμε και πολλούς ενδιαφέροντες δίσκους, προερχόμενους από την λεγόμενη «εναλλακτική μουσική», από δημιουργούς και συγκροτήματα με πολλαπλές επιρροές, από διάφορα ήδη μουσικής. Έτσι με κεντρικό άξονα τον αυτοσχεδιασμό και την περιπλάνηση σε διαφορετικά μουσικά τοπία, μας χάρισαν μερικούς εξαιρετικούς ορχηστρικούς δίσκους.

Ο πρώτος δίσκος στον οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι η «Αγρύπνια» του Θανάση Παπακωνσταντίνου (Lyra) ( Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Tristan Cobriêre, Fernando Pesoa, Γιάννης Ζαρκάδης). Στον Δίσκο αυτό ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, δύο χρόνια μετά τον ιδιαίτερα επιτυχημένο «Βραχνό Προφήτη», συνεχίζει την συνεργασία του με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, αυτή φορά με την βοήθεια μιας ορχήστρας που αποτελείται από την αφρόκρεμα των μουσικών της Βορείου Ελλάδας (Παντελής Στοϊκος, Γιώργος Μπαντούκ, Αλέξης Αποστολάκης, Δημήτρης Μπασλάμ, Φλώρος Φλωρίδης, Φώτης Σιώτας κ.α), δημιουργώντας ένα δεμένο σύνολο που στόχο έχει όχι μόνο να υπηρετήσει, τις συνθέσεις του Θανάση Παπακωνσταντίνου, άλλα και να εκφράσει ο καθένας την δημιουργικότητα του, και κατά κάποιον τρόπο να αισθανθούν όλοι μαζί συνδημιουργοί. Γι’ αυτό το λόγο η «Αγρύπνια»,ενώ είναι ηχογραφημένη σε studio έχει την ζωντάνια και την ελευθερία ενός Live Album.

Στον δίσκο αυτό συμμετέχουν επίσης χαρίζοντας της φωνές τους δυο δημιουργοί, πολύ κοντά στην αισθητική και στο πνεύμα του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο Σωκράτης Μάλαμας που ερμηνεύει μερικά από τα πιο «ραδιοφωνικά» τραγούδια του δίσκου, και ο Νίκος Παπάζογλου που ερμηνεύει μια διασκευή του ιδιαίτερα γνωστού κομματιού «Άστρο του Πρωινού».

Προσωπικά πιστεύω, όμως, ότι η κορυφαία στιγμή του δίσκου είναι το ομότιτλο κομμάτι «Αγρύπνια», με το οποίο διασκευάζει το εξαιρετικό ποίημα του γάλλου ποιητή Tristan Cobriêre, και το οδηγεί σε άλλους δρόμους, τόσο με τον ηχογραφημένο αμανέ του ανώνυμου και άγνωστου σε μας ανθρώπου, όσο και με τον εξαιρετικό αυτοσχεδιασμό του Σωκράτη Σινόπουλου στην Πολίτικη Λύρα που κάνει το κομμάτι ακόμα πιο συγκινητικό. Το γεγονός αυτό συμβάλει, στο να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα, πως η «Αγρύπνια» είναι ένας δίσκος που σε καμία περίπτωση δεν θα περάσει απαρατήρητος, και τελικά θα καταφέρει να επικοινωνήσει με τον καλύτερο τρόπο, με το κοινό

Ο επόμενος δίσκος στον οποίο θα αναφερθώ, είναι η έκτη προσωπική δουλειά του Αλκίνοου Ιωαννίδη, «Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή» Universal. Έχοντας τέσσερα χρόνια να ηχογραφήσει καινούργιο υλικό, ο Αλκίνοος επιχειρεί να κινηθεί σε πιο προσωπικούς δρόμους, υπογράφοντας, αυτή τη φορά, εκτός από τους στίχους και την μουσική, και την ενορχήστρωση του νέου του δίσκου. Έτσι στο δίσκο αυτό επιλέγει να διευρύνει τους ορίζοντές του, χρησιμοποιώντας στοιχεία από την μεσαιωνική – αναγεννησιακή μουσική της δύσης (αν και όχι για πρώτη φορά, καθώς είχε διασκευάσει ένα παλιό γαλλικό τραγούδι και στον προηγούμενο του δίσκο), τα οποία ταιριάζουν και ιδιαίτερα με το ύφος της φωνής του, από τη ροκ, τη τζαζ, την παραδοσιακή μουσική, ακόμη και από την λόγια ορχηστρική μουσική (έστω κι αν η πρώτη του απόπειρα στο είδος αυτό «ο Φλεγόμενος Ποδηλάτης» για κουαρτέτο εγχόρδων και μουσική απαγγελία, δεν ήταν αρκετά επιτυχημένη).

Παράλληλα όμως, ένα σημαντικό στοιχείο στον δίσκο αυτό, είναι η ερμηνεία του ίδιου του Αλκίνοου,. Είναι γνωστές, οι δυνατότητες, η όμορφη χροιά και η μεγάλη μουσικότητα της φωνής του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ήδη από την αρχή της καριέρας του. Εδώ όμως, ακούγεται ωριμότερος από κάθε άλλη φορά και καταφέρνει, μετά από πολλά χρόνια, να ξεφύγει, από την ερμηνευτική μανιέρα που τον χαρακτήρίζε για πολλά χρόνια, εστιάζοντας την ερμηνεία του στην ουσία και μόνο των τραγουδιών.

Οι μουσικοί που επιλέγει να υπηρετήσουν το όραμά του στο δίσκο αυτό, είναι από την μία παλιοί συνεργάτες όπως: ο Σταύρος Λάντσιας, ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, ο Μιλτιάδης Παπαστάμου, ο Νίκος Καπηλίδης κ.α), και από την άλλη μουσικοί που συνεργάζονται για πρώτη φορά με τον Αλκίνοο (όπως ο Παντελής Στόικος, από την Μπάντα της Φλώρινας, ο Ηλίας Αχλαδιώτης με την Ποντιακή Λύρα, καθώς και ο Νίκος Μπαρδής και ο Παντελής Ροδοστόγλου από τα Διάφανα Κρίνα). Όλοι μαζί, λοιπόν συμβάλλουν στην πραγμάτωση του δίσκου αυτού, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά, όπως και στον προηγούμενο δίσκο στον οποίο αναφερθήκαμε, το πόσο δημιουργικά πράγματα βγαίνουν όταν οι μουσικοί αφήνονται ελεύθεροι να εκφραστούν, να αυτοσχεδιάσουν, να δημιουργήσουν.

Ο τελευταίος δίσκος στον οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, κλείνοντας το κείμενο αυτό, είναι εντελώς διαφορετικός από τους δίσκους των δύο τραγουδοποιών. Πρόκειταί για την τέταρτη προσωπική δουλεία του Μιχάλη Σιγανίδη – Συγκρότημα Λαμπράκη «Basse Classe» Lyra, η δομή και αυτού του δίσκου, λόγω της ιδιομορφίας του εγχειρήματος, ένα κολλάζ πολλών ετερόκλητων μουσικών και όχι μόνο υλικών, τον κάνει αρκετά δύσκολο στην παρουσίαση του, γιατί ακριβώς εκεί έγκειται και η μαγεία του: Στο σύνολο και όχι στα επιμέρους στοιχεία του. Γι’ αυτό το λόγο θα αρκεστούμε σε μία πιο σύντομη παρουσίαση του

Ο Μιχάλης Σιγανίδης, ένας από τους καλύτερους έλληνες κοντραμπασίστες και αυτοσχεδιαστές, και ίσως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της ελληνικής Avant Garde σκηνής, μαζί με το «Συγκρότημα Λαμπράκη» (Χάρης Λαμπράκης: Νέυ, Πιάνο κ.α, Αντώνης Μαρράτος: Κρουστα κ.α, Γιάννης Μπαξεβάνη: Ηχοληψία, Sambles) και άλλους εξαίρετους φίλους μουσικούς, μας δίνει έναν πολύ γοητευτικό δίσκο.

Ένα σύνθετο ηχητικό τοπίο, με αναφορές στην Τζαζ, στην σύγχρονη αυτοσχέδια μουσική, στην μουσική απαγγελία, στους ήχους της καθημερινότητας, της κουβέντες απλών ανθρώπων που εν αγνοία τους γίνονται πρωταγωνιστές και στην ποίηση του Μίλτου Σταχτούρη (Παρών σε όλους τους δίσκους του Μιχάλη Σιγανίδη), δεμένο με το αστείρευτο χιούμορ και την αγάπη του στο παράδοξο, καθώς και με το καίριο μουσικό αισθητήριο που διαθέτει. Έτσι, για άλλη μια φορά, καταφέρει να μας οδηγήσει, σε ένα πολύ απολαυστικό ταξίδι στον προσωπικό μουσικό του κόσμο.


ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



Της Ειρήνης Μανωλοπούλου





2001-2002 Μια χρονιά ιδιαίτερα άνυδρη δισκογραφικά, κατά την οποία ελάχιστοι προσωπικοί δίσκοι καλλιτεχνών κυκλοφόρησαν και ακόμα λιγότεροι αναμένονται .Το γεγονός αυτό ίσως να οφείλεται στην υπερπληθώρα δίσκων με νέο υλικό που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη χρονιά (με αμφίβολη επιτυχία τόσο από αυστηρά καλλιτεχνική σκοπιά, όσο και από πλευρά πωλήσεων)

Από την μέχρι τώρα δισκογραφική παραγωγή θα σταθώ σε τρεις δουλείες αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους που το μόνο κοινό χαρακτηριστικό είναι η υψηλή αισθητική και η πρόθεση των συντελεστών τους για μουσική εξερεύνηση.

Ο Πρώτος δίσκος στον οποίο θα σταθώ είναι: «Τα τραγουδάκια μου πουλώ – Τραγούδια από το Μελί της Μ. Ασίας» του Σωκράτη Σινόπουλου και της Κατερίνας Παπαδοπούλου . Ο δίσκος κυκλοφόρησε από τον πολιτιστικό σύλλογο «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» του Νέου Μελιού Μεγάρων. Οι συντελεστές του δίσκου, μια ομάδα που αποτελείται από τους πιο ταλαντούχους νέους μουσικούς στο χώρο της Παραδοσιακής και ανατολικής μουσικής, παρουσιάζουν για πρώτη φορά στο κοινό ένα σπάνιο υλικό (τραγούδια από το Μελί) καταγεγραμμένο από τον Μανώλη Βαγιανό την περίοδο (1970 – 1983) και από τους Σωκράτη Σινόπουλο και Κατερίνα Παπαδοπούλου την Άνοιξη του 2000 στο Νέο Μελί Μεγάρων.

Στον δίσκο αυτό το πρωτογενές υλικό επεξεργασμένο κι εκτελεσμένο άρτια από τους Σωκράτη Σινόπουλο (Πολίτικη Λύρα και Λαούτο) Πάνο Δημητρακόπουλο (Κανονάκι) Βαγγέλη Καρίπη (Κρουστά) μας γνωστοποιεί για ακόμη μια φορά το πολύ υψηλό επίπεδο τόσο από τεχνικής όσο και από αισθητικής άποψης των νέων μουσικών που ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική. Επίσης μέσα από αυτό το δίσκο τονίζεται η σημασία της επεξεργασίας του πρωτογενούς παραδοσιακού υλικού από τις νεότερες γενιές, καθώς και την σοβαρότητα την συνέπεια και το σεβασμό με την οποία αντιμετωπίζουν οι μουσικοί αυτοί, ένα τόσο σπάνιο αρχειακό παραδοσιακό υλικό, που τους δόθηκε.

Εκτός αυτού αναφορά πρέπει να γίνει στην υπέροχη φωνή της Κατερίνας Παπαδοπούλου και στις ,μέσα στο πνεύμα της μουσικής, άρτιες ερμηνείες της που είναι ένα από τα πιο βασικά στοιχεία αυτού του δίσκου. Με την ερμηνεία της στο δίσκο αυτό, η Παπαδοπούλου πιο ώριμη από ποτέ, αναγνωρίζεται σαν μια από τις πιο σοβαρές νέες τραγουδίστριες στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής .

Ο Δεύτερος δίσκος ο οποίος ξεχώρισε ήταν ο Τέταρτος δίσκος της Σαβίνας Γιαννάτου με τους Primavera en Salonico που κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρία Lyra και υπό τον γενικό τίτλο «Terra Nostra - Live Recording».

Αρχικώς ,λοιπόν, αναρωτήθηκα ποιος ήταν ο λόγος, για τον οποίο η Σαβίνα Γιαννάτου μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας με τους μουσικούς και μετά από εκατοντάδες συναυλίες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο οδηγήθηκε στην έκδοση ενός Live δίσκου. (πάντα σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των τριών προηγούμενων δίσκων της, ήταν ηχογραφημένοι ζωντανά, αν και σε στούντιο, και ήταν πολύ καθαρή η σχέση και η αλληλεπίδραση μουσικών – τραγουδίστριας).

Ακούγοντας όμως τον δίσκο λύθηκε κάθε απορία σε σχέση με τον στόχο ενός τέτοιου εγχειρήματος. Από την πρώτη στιγμή έγινε αντιληπτό ότι η ηχογράφηση αυτή είχε ως στόχο να τονισθούν όλες οι μορφές διαλόγου στην νέα «ethnic» επεξεργασία παραδοσιακών τραγουδιών από όλο τον κόσμο χώρο που υπηρετεί με συνέπεια για χρόνια η Σαβίνα Γιαννάτου. Έτσι, σε αυτό το δίσκο συναντούμε το διάλογο της παραδοσιακής μελωδίας με τα στοιχεία του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού (όπου και όταν εμφανίζεται) ,το διάλογο δύο τραγουδιών σε διαφορετική γλώσσα με παρόμοιες μελωδίες και τέλος το διάλογο δύο φωνών από δύο διαφορετικούς πολιτισμούς (στον δίσκο συμμετέχει τραγουδώντας τέσσερα τραγούδια η Lamia Bedioui από την Τυνησία) σε ένα πολύ γοητευτικό κράμα. Ένα άλλο φαινόμενο ιδιαίτερα εμφανές στο δίσκο αυτό είναι το πώς, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, το μουσικό υλικό αυτό ζυμώθηκε στις ψυχές των μουσικών, και πώς εξελίχθηκαν τα τραγούδια αυτά με τα χρόνια, γι’ αυτό πολλά τραγούδια ακούγονται εδώ σε εκτελέσεις πολύ διαφορετικές από τις πρώτες τους, πράγμα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.

Ο τελευταίος δίσκος διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τους δύο προηγούμενους οι οποίοι εκφράζουν την σχέση μιας νέας γενιάς μουσικών με ένα παραδοσιακό μουσικό υλικό και την δημιουργική αναπαραγωγή του. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τον δεύτερο προσωπικό δίσκο του Γιώργου Χριστιανάκη που κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρία Virgin υπό τον γενικό τίτλο «Ο θυρωρός» .

Αρκετά χρόνια μετά από τον πρώτο του προσωπικό δίσκο «Τέμπλο», έργο γραμμένο για το εικαστικό θεατρικό και μουσικό δρώμενο του Κυριάκου Κατζουράκη «Τέμπλο – Οίκος Ενοχής», στον οποίο μας έκανε γνωστό τον ιδιαίτερα πολύμορφο και πολύ προσωπικό μουσικό του κόσμο, ο Γιώργος Χριστιανάκης με τον δίσκο αυτό διευρύνει ακόμα περισσότερο τους μουσικούς του ορίζοντες. Έτσι, στον «Θυρωρό» συνυπάρχουν αρμόνικα οι φωνές της Μελίνας Κανά (σε μια εσωτερική ηλεκτρονική μπαλάντα) και του Σωκράτη Μάλαμα (που κλείνει το δίσκο ως μεταμοντέρνος ψάλτης) μαζί με την ροκ απαγγελία του Γιάννη Αγγελάκα και του Παύλου Παυλίδη καθώς και τα υπέροχα ποιήματα του Διονύση Καψάλη. Μέσα από το δίσκο αυτό λοιπόν τόσο στα τραγούδια, αλλά πολύ περισσότερο στα ορχηστρικά κομμάτια συνδυάζονται ροκ τάσεις, αυτοσχεδιασμοί, ηλεκτρονική μουσική, στοιχεία από την ευρύτερη μουσική παράδοση της ανατολικής μεσογείου, κουρδιστά παιχνίδια και νοσταλγικές μελωδίες εμπνευσμένες από μινιμαλιστικά στοιχεία Γι’ αυτό το λόγο ο «Θυρωρός» σου δίνει την ευκαιρία να περιπλανηθείς σε άγνωστα μουσικά μονοπάτια έστω κι αν απουσιάζει* όταν του ζητήσεις να σου δείξει το δρόμο.




*Αναφορά στους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού «ο Θυρωρός»,

«συγνώμη μήπως ξέρετε, που μπορώ να βρω το θυρωρό»

Όταν οι Παρέες Ξαναγράφουν Ιστορία …

Όταν οι Παρέες Ξαναγράφουν Ιστορία …



Της Ειρήνης Μανωλοπούλου


2000 – 2001 μια χρονιά γεμάτη αναμνήσεις και προσδοκίες και ίσως άλλη μια χρονιά ενδοσκόπησης. Από τη μία, αναπολούμε και προσπαθούμε να αποτιμήσουμε το παρελθόν και από την άλλη στρέφουμε το βλέμμα μας με αγωνία και κάποια μικρή απαισιοδοξία προς το μέλλονΑυτή η τάση είναι αισθητή και στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού σε μια χρονιά ασάφειας που ελάχιστα πράγματα ξεχώρισαν και κατάφεραν να μας συγκινήσουν. Σε μια χρονιά όπου διαφάνηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, από την μία η επιβεβαίωση των κεκτημένων και από την άλλη, η αγωνιώδης προσπάθεια αναζήτησης ρεπερτορίου, από την πλειοψηφία των ελλήνων τραγουδιστών, ανατρέχοντας τόσο στους έλληνες όσο και στους ξένους, με έθνικ προσανατολισμό δημιουργούς. Η προσπάθεια αυτή όμως, παρά τις ίσως καλές προθέσεις, δεν στέφτηκε τις περισσότερες φορές με επιτυχία δίνοντας λαβές στους «γύρω» απ’ το τραγούδι να μιλήσουν για «αδιέξοδο του ελληνικού τραγουδιού στο κατώφλι της Νέας Χιλιετίας».

Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε μια «άνυδρη» για πολλούς χρονιά υπήρξαν και κάποιοι δίσκοι που κατάφεραν να μας δώσουν κάτι καινούργιο, να μας συγκινήσουν και να μας ταξιδέψουν. Εγώ θα σταθώ σε τρεις δισκογραφικές δουλειές κινδυνεύοντας να αδικήσω πολλές άλλες εξίσου καλές.

Η πρώτη δουλειά είναι ο «Βραχνός Προφήτης» (Λύρα) του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Στον πέμπτο προσωπικό του δίσκο επιχειρεί να κάνει ένα άνοιγμα στον ήχο του. Αυτό το πετυχαίνει με τη συνεργασία του στην ενορχήστρωση με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο κιθαρίστα του ροκ συγκροτήματος «Τρύπες» καθώς και με τον τραγουδιστή του συγκροτήματος Γιάννη Αγγελάκα ο οποίος ερμηνεύει με τον δικό του προσωπικό τρόπο τρία τραγούδια. Αν και μια τέτοια προσπάθεια, βαθιά στηριγμένη στους δρόμους του Δημοτικού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού, προβάλλοντας έντονα την προσωπική του δημιουργού, σε συνδυασμό με τα μέλη του πιο γνωστού ελληνικού ροκ συγκροτήματος κρύβει πολλούς κινδύνους όλα αυτά τα τόσο διαφορετικά στοιχεία, βρίσκονται στην κατάλληλη θέση, φτιάχνοντας ένα πολύ γοητευτικό κράμα. Εκτός αυτού είναι απόλυτα φανερή η στροφή του δημιουργού προς το λιτό, το ουσιαστικό και το αποφεύγοντας έτσι «τις εξυπνάδες» της λογιοσύνης που μας βομβαρδίζουν από παντου.

Η δεύτερη δουλειά στην οποία θα σταθώ είναι ένας δίσκος, που επιχειρεί, κατά κάποιο τρόπο να ακολουθήσει την αντίθετη διαδρομή. Το γνωστό Low Bap συγκρότημα Active Member, μετά από οχτώ χρόνια παρουσία στην ελληνική δισκογραφία, στο δίσκο «Kramahopperrata II» (Freestyle Productions – Warnermusic) επικοινωνεί μέσα από μια συνεργασία με καλλιτέχνες έξω από την Low Bap σκηνή, με τους οποίους τα μέλη του συγκροτήματος, θεωρούν ότι έχουν κοινή αισθητική. ΄Έτσι στην «Kramahopperrata II» συνυπάρχουν ο Χρ. Θηβαίος, ο Σ. Μάλαμας, ο Αλ. Ιωαννίδης, η Μαρία Παπανικολάου, ο Waldemar Bustos, η Αθηνά Ρούσση και πολλά άλλα Low Bap συγκροτήματα και καλλιτέχνες του περιβάλλοντος των Active Member. Το στοίχημα, άλλη μια φορά κερδίζεται, γιατί πέρα από την κοινή αισθητική ,την δημιουργικότητα, και την συλλογικότητα από όλες τις πλευρές, το αρχικό υλικό που έδωσε αφορμή για τους πειραματισμούς και τις αναζητήσεις του δίσκου αυτού, είναι οι εξαιρετικοί στίχοι των Active Member. Στίχοι ιδιαίτερα σκληροί, που καυτηριάζουν την δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά από την άλλη, έρχονται να εκφράσουν τις κοινές ανησυχίες των καλλιτεχνών και να συγκεράσουν αρμονικά τόσο διαφορετικά μουσικά ύφη.

Ο τελευταίος δίσκος διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τους άλλους δύο καθότι δεν διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από το προσωπικό ύφος του δημιουργού, όμως είναι από τις λίγες φορές που ο συγκεκριμένος δημιουργός μας δίνει ένα δίσκο με τραγούδια. Η δισκογραφική δουλειά στην οποία αναφέρομαι είναι «Τα Μυστικά του Κήπου» (Σείριος) του Νίκου Κυπουργού. Είκοσι ένα τραγούδια και έξι ορχηστρικά σε στίχους, από ένα μεγάλο αριθμό ελλήνων ποιητών και στιχουργών. Τα τραγούδια προέρχονται από τις μουσικές που έγραψε ο συνθέτης για διάφορες παιδικές παραστάσεις παιδικές παραστάσεις της τελευταίας εικοσαετίας, τραγουδισμένα εξαιρετικά από την πλειοψηφία των τραγουδιστών του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού.

Τρεις γενιές τραγουδιστών και τραγουδοποιών, ενώνουν τις φωνές και τις ψυχές τους, για να υπηρετήσουν με τον καλύτερο τρόπο τα 21 τραγούδια του Νίκου Κυπουργού τα οποία αν και προέρχονται από παιδικές θεατρικές παραστάσεις, δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε παιδιά. Με αυτό τον τρόπο,ο Χρόνης Αηδονίδης, ο Θανάσης Βέγγος, ο Ψαραντώνης, ο Διονύσης Σαββόπουλοε, η Χαρούλα Αλεξίου, η Μαρία Φαραντούρη, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Σπύρος Σακκάς, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Νένα Βενετσιάνου, οι Αδερφοί Κατσιμίχα, η Έλλη Πασπαλά, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Άρης Χριστοφέλλης, η Μελίνα Κανά, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Χρήστος Θηβαίος και ο Δώρος Δημοσθένους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, στα τραγούδια του Νίκου Κυπουργού. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές ενορχηστώσεις του συνθέτη, ο οποίος εμπιστεύεται τα τραγούδια του στην αφρόκρεμα των ελλήνων μουσικών, μας δίνει ένα αποτέλεσμα ικανό να αγγίξει και να συγκινήσει, τις παιδικές και όχι μόνο ψυχές.

Κλείνοντας λοιπόν, αυτό το κείμενο, θέλω να τονίσω, ότι το κοινό στοιχείο και των τριών δίσκων, που προσπάθησα να παρουσιάσω, είναι ότι και οι τρεις πηγάζουν, από την ανάγκη για έκφραση, μέσα από την συνεργασία και την αισθητική της παρέας, που τόσο μας λείπει πια. Δημιουργοί και ερμηνευτές με ψυχή και προσωπικό μουσικό κόσμο, ενώνουν τις δυνάμεις, τις αγωνίες τους και τις τόσο διαφορετικές οπτικές τους, με σκοπό να εξελιχθούν και να ανοιχθούν σε καινούργια πελάγη. Έτσι, για άλλη μια φορά στο ελληνικό, οι παρέες γράφουν ιστορία* και δημιουργούν πολλές προσδοκίες για το μέλλον.







*Παράφραση του στίχου

του Διονύση Σαββόπουλου

από το δίσκο

«Τραπεζάκια Έξω» Lyra 1983

Ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση

Ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση

Της Ειρήνης Μανωλοπούλου

Μας δόθηκε να ζούμε σε μια χώρα με τεράστιο μουσικό πλούτο, η οποία είχε ανέκαθεν το προνόμιο να ισορροπεί ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση. Το προνόμιο αυτό, πάντα συμβαδίζει με μια πολύ μεγάλη ευθύνη, γιατί χρειάζεται μεγάλη σοφία και ταλέντο, για να μπορέσεις να περάσεις το σταυροδρόμι και με τη δημιουργία σου να γευτείς απλά την ισορροπία. Για τους λαϊκούς μουσικούς και οργανοπαίκτες που επί αιώνες κατάφεραν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν τον μουσικό μας πλούτο ισορροπώντας αριστοτεχνικά στους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Οι μουσικοί αυτοί είχαν απόλυτα ξεκαθαρισμένη την «Ταυτότητά» τους και το ρόλο τους μέσα στην κοινωνική ομάδα του χωριού, της γειτονιάς, της παρέας. Πίστευαν ότι με τη μουσική πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στις εκδηλώσεις των συγχωριανών τους. Γι’ αυτό το λόγο αρκούνταν, στο να αναπαράγουν με τον δικό τους τρόπο τα ήδη υπάρχοντα τραγούδια και όταν έφταναν στη δημιουργία πατούσαν στέρεα σε τρόπους, ρυθμούς και ποιητικά σχήματα δοκιμασμένα απ’ το συλλογικό ταμείο της παράδοσης.

Η ισορροπία αυτή καθώς και η αδιάσπαστη ενότητα του λόγου της μουσικής και της κίνησης στον αιώνα μας, μεταφυτεύεται στην παράδοση του ρεμπέτικου μέσα από τα λιμάνια της Σύρας, της Σμύρνης, του Πειραιά με δημιουργούς ενταγμένους στον μικρόκοσμο του τεκέ, της φυλακής και αργότερα της ταβέρνας. Αυτή η ισορροπία όμως, ήταν δύσκολο να διατηρηθεί στις δύσκολες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της χώρας μας. Έτσι ελλείψει των μεγάλων λαϊκών δημιουργών όπως ο Τσιτσάνης, οδηγηθήκαμε σε φόρμες τραγουδιού σαν το ελαφρολαϊκό ή αρχοντορεμπέτικο από τη μια και σαν το ινδοπρεπές, αραβοπρεπές ή γύφτικο από την άλλη.

Το νήμα με την παλιότερη παράδοση έρχεται να πιάσει μια νεότερη γενιά δημιουργών με πρώτο τον Διονύση Σαββόπουλο που θα μπορέσει να αισθανθεί κληρονόμος της παράδοσης του δημοτικού και του ρεμπέτικου και να αποκαταστήσει την ισορροπία στο εκφραστικό πλαίσιο της εποχής του. Ο Σαββόπουλος με μουσικούς όπως ο Ν. Ξυδάκης, ο Ν. Παπάζογλου και αργότερα ο Σ. Μάλαμας και ο Θ. Παπακωνσταντίνου κ.ά., χρησιμοποιούν την παράδοση σαν πηγή έμπνευσης «παίρνοντας στοιχεία από την παράδοση του δημοτικού και του ρεμπέτικου και ανάλογα με τις καταβολές του κάθε δημιουργού προκύπτει ένα προσωπικό μουσικό ύφος που σαν κοινό χαρακτηριστικό τόσο στην μουσική όσο και στο στίχο έχει αυτό που χαρακτήριζε πάντα την ελληνική μουσική, τη δημιουργική συνύπαρξη ανατολής και δύσης. Επίσης, θέλω να κλείσω την εργασία αυτή με ένα απόσπασμα από το κείμενο του Διονύση Σαββόπουλου με το οποίο προλογίζει το δίσκο «Η εκδίκηση της γυφτιάς», δίσκος ορόσημο για την μετέπειτα γενιά μουσικών και τραγουδοποιών, γιατί σ’ αυτό ανατρέχω κάθε φορά που αναρωτιέμαι για την πορεία και το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού.

«... Μισώ το τραγούδι «της κουλτούρας». Γίνεται συνεχώς και πιο άχαρο, περιγράφει τις πραγματικότητες, καθόλου δεν τις εκφράζει. Το ελαφρολαϊκό πάλι, ποτέ μου δε το χώνεψα. Θυμάμαι μετά απ’ τον πόλεμο το έλεγαν τότε αρχοντορεμπέτικο. Ο Χιώτης το κατάφερε καλούτσικα, είχε δεξιοτεχνία. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, φτάσαμε στα «γαλλικά» με λίγο μπουζούκι. Η Πλέμπα αντέδρασε αμέσως, μ’ ένα λιγδερό είδος που αργότερα ονομάστηκε από τους υπερασπιστές της καθαρότητας της φυλής, ινδοπρεπές, τουρκογύφτικο ή γυφτιά. Είναι το αντίθετο του αρχοντορεμπέτικου. Το αρχοντορεμπέτικο ή ελαφρολαϊκό είναι ρεμπέτικο καπελωμένο απ’ την Ευρώπη, ενώ η «γυφτιά» είναι ούτως ειπείν ρεμπέτικο καπελωμένο απ’ την Ανατολή. Μα δεν είναι πρώτη φορά που όταν οι άνθρωποι εδώ αγανακτούν, μουντζώνουν την Ευρώπη και λένε «καλύτερα οι Τούρκοι». Το έχουμε αυτό στον Μακρυγιάννη ή στον Παπαδιαμάντη, το έχουμε και με τον Καζαντζίδη, τηρουμένων βεβαίως τον αναλογιών...».

Διονύσης Σαββόπουλος

Τέλος θα ήθελα να προσθέσω πως το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, δεν χρειάζεται την βοήθεια του Θεού για να τα καταφέρει*, όσο οι νεότερες γενιές δημιουργών έχουν ξεκαθαρισμένη την «Ταυτότητά» τους και στρέφονται στα όσα προηγήθηκαν με διάθεση μαθητή - προσκυνητή και όχι πειρατικού επιδρομέα.

* Παράφραση της ευχής του Δ. Σαββόπουλου στη συνέχεια του κειμένου: «Θεέ μου, βοήθα το λαϊκό τραγούδι, μονάχο του δεν θα τα καταφέρει!»